- θερμοφιλία
- η1. η αγάπη για τη θερμότητα2. βοτ. η ιδιότητα ορισμένων μικροοργανισμών που έχουν ανάγκη υψηλότερης θερμοκραρσίας για ανάπτυξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermophily < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + -phily (πρβλ. φιλία)].
Dictionary of Greek. 2013.